- εναλλάσσομαι
- εναλλάσσομαι βλ. πίν. 95
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
διαδέχομαι — (AM διαδέχομαι) (αποθ.) (με αιτ.) 1. παίρνω τη θέση ή αξίωμα που προηγουμένως είχε κάποιος άλλος 2. εναλλάσσομαι με κάποιον σε κάποια θέση αρχ. μσν. 1. κληρονομώ 2. (για άρχοντα) παραδίδω την αρχή» αρχ. δέχομαι κάτι από άλλον 2. ανακουφίζω… … Dictionary of Greek
επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… … Dictionary of Greek
επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… … Dictionary of Greek
μεταλλάσσω — και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω] 1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.) 2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές… … Dictionary of Greek
παρεναλλάσσω — Α 1. εναλλάσσω 2. παθ. παρεναλλάσσομαι α) εναλλάσσομαι β) ανταλλάσσομαι … Dictionary of Greek